- ξηροκοιτώ
- ξηροκοιτῶ, -έω (Μ)κοιμάμαι σε ξηρό, δηλαδή σε σκληρό κρεβάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + -κοιτῶ (< -κοιτος < κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. σκληρο-κοιτώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξηροκοιτία — ξηροκοιτία, ἡ (Μ) [ξηροκοιτώ] το να κοιμάται κανείς σε ξηρό, δηλαδή σκληρό κρεβάτι … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek